μιτοχόνδριο

μιτοχόνδριο
το
συν. στον πληθ. τα μιτοχόνδρια- (βιολ.-βιοχ.) ημιαυτόνομα κυτταρικά οργανίδια, συνήθως μη στρογγυλά με παχύρρευστη σύσταση, πλάτους 0,51 μικρομέτρου και μήκους 5-10 μικρομέτρων, τα οποία αποτελούν ενεργειακές μονάδες τού πρωτοπλάσματος τού κυττάρου τών περισσότερων φυτών και ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιτοχονδριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μιτοχόνδριο …   Dictionary of Greek

  • σαρκόσωμα — το, Ν βιολ. α) πολύ μεγάλο μιτοχόνδριο, πλούσιο σε αναπνευστικά ένζυμα, το οποίο βρίσκεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα με συνεχή λειτουργία, όπως λ.χ. στην καρδιά, ή παρατεταμένη συστολή χάλαση, όπως λ.χ. στα φτερά τών εντόμων β) άλλη ονομασία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”